- αμάρα
- I
(amara). Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των καραβιδών. Ζουν σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, πάνω σε διάφορα φυτά. Είναι πολύ μικρά σε μέγεθος και έχουν ελλειψοειδές σώμα, με δύο νηματοειδείς κεραίες στο κεφάλι. Το χρώμα τους είναι σκούρο πρασινωπό.IIΌρος της ζωολογίας. Η τελική έξοδος του ουρογεννητικού (απεκκριτικού) συστήματος των κατώτερων ζωικών μορφών. Αντιστοιχεί στον πρωκτό των ανώτερων σπονδυλόζωων.* * *η (Α ἀμάρα)1. αυλάκι για την άρδευση κήπων2. οχετός, υπόνομος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως τεχνικός όρος με σπάνια χρήση. Κατά μια άποψη η λ. πιθ. να είναι συγγενής ετυμολογικά με το ουσ. ἄμη «φτυάρι». Κατά την άποψη αυτή η λ. ἀμάρα αποτελεί παράγωγο τού ρημ. διαμῶ, εξαμῶ «ανοίγω αυλάκι». Ο σχηματισμός της οφείλεται σε επίδραση τών ουσ. τάφρος (< θάπτω) και χαράδρα. Κατ’ άλλη άποψη η λ. είναι πιθ. να αποτελεί δάνειο ανατολικής προελεύσεως, πρβλ. χεττιτ. amiyar(a) «οχετός, αυλάκι, διώρυγα». Τέλος κατ’ άλλους η λ. πιθ. να συνδέεται με το αλβ. ame «κοίτη ποταμού» και τα ονόματα τών ποταμών Amana, Amantra κ.λπ.ΠΑΡ. αρχ. ἀμαρεύω, ἀμαρήιος, ἀμαριαῖος.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμαρησκαπτήρ].
Dictionary of Greek. 2013.